- μονόλογος, δραματικός
- Αυτόνομο θεατρικό είδος που ερμηνεύεται μόνο από ένα πρόσωπο: μπορεί να είναι τραγικό, δραματικό, αλλά πιο συχνά κωμικό, και συνεπάγεται μια σύνθετη σκηνική δράση. Γεννήθηκε τον 18o αι. στη Γαλλία με το όνομα piece en monologue στα πλαίσια της Foire, γιατί είναι ο μοναδικός τύπος θεάματος που επιτρεπόταν εκείνη την εποχή έξω από τα επίσημα θέατρα, αλλά καθιερώθηκε για πρώτη φορά στη Μεγάλη Βρετανία με την επιτυχία του κωμικού ηθοποιού Τσαρλς Μάθιους (1776-1835) και αργότερα του γιου του Τσαρλς Τζέιμς (1803-1878) στα At Home, μεγάλα σκετς στα οποία υποδυόταν πολλούς ρόλους συγχρόνως. Στην Ιταλία, στα ίχνη του σατιρικού μονόλογου που ήταν του συρμού στα γαλλικά καμπαρέ στα τέλη του 19ου αι., ο δραματικός μονόλογος γνώρισε τη μεγίστη δημοτικότητα του με τους κωμικο-σατιρικούς μονολόγους του Γκαντολίν στις αρχές του 20ού αι.· αξιομνημόνευτος παραμένει Ο κύριος που τρώει στο εστιατόριο, με ερμηνευτή τον Ερμέτε Νοβέλι.
Στα τελευταία χρόνια, ο δραματικός μονόλογος παρουσίασε μια αξιόλογη ποιοτική εξέλιξη χάρη στην αυθεντική συμβολή διάσημων θεατρικών συγγραφέων και λαμπρών ηθοποιών. Αρκεί να αναφέρουμε το Η ανθρώπινη φωνή και το Ο ωραίος αδιάφορος του Ζαν Koκτό,το Πρόγευμα του O’ Νιλ και τη σειρά δραματικών μονόλογων σύγχρονων Ιταλών συγγραφέων, που ανεβάστηκαν στη σκηνή το 1954 από την Πάολα Μπορμπόνι.
Ο Άγγλος ηθοποιός Τσαρλ Μάθιους υπήρξε εξαίρετος ερμηνευτής δραματικών μονολόγων.
Η Μαντλέν Ρενώ στον μονόλογο «Ω, οι ωραίες μέρες!», του Σάμουελ Μπέκετ, του οποίου τα έργα πολύ συχνά έχουν τη μορφή των απλών μονολόγων.
Dictionary of Greek. 2013.